-
1 κατασκοπείσθαι
κατασκοπέωview closely: pres inf mp (attic epic)κατασκοπέωview closely: pres inf mp (attic epic) -
2 κατασκοπεῖσθαι
κατασκοπέωview closely: pres inf mp (attic epic)κατασκοπέωview closely: pres inf mp (attic epic) -
3 θαμα
(μᾰ) adv.1) плотной массой, густоθ. θρώσκοντες ὀϊστοί Hom. — множество летящих стрел
2) часто(κατασκοπεῖσθαί τι Xen.)
ταῦτά με θ. ἐβάζετε Hom. — это вы мне часто говорили;ὅ λόγος, ὃν σὺ εἴωθας θ. λέγειν Plat. — мысль, которую ты имел обыкновение часто высказывать
См. также в других словарях:
κατασκοπεῖσθαι — κατασκοπέω view closely pres inf mp (attic epic) κατασκοπέω view closely pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμά — (AM) επίρρ. συχνά («κατασκοπεῖσθαι δὲ θαμὰ ἑαυτήν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. θαμά, όπως εξάλλου τα επιρρήματα σε α (πρβλ. κάρτα, τάχα κ.ά.) προέρχεται από ένα ουδ. ουσ. σε η (το *θαμά, «μεγάλος αριθμός, πλήθος») και συνδέεται πιθ. με το θημ ών,… … Dictionary of Greek